τρείω

τρείω
Α
βλ. τρέω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρέω — και ποιητ. τ. τρείω Α 1. τρέπομαι σε φυγή από φόβο 2. φεύγω μακριά από κάποιον 3. εξορίζομαι 4. (το αρσ. μτχ. αορ. συν. ως ουσ.) ὁ τρέσας αυτός που έφυγε από τη μάχη από δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέω (< *τρέσω, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού σ ,… …   Dictionary of Greek

  • υποτρέω — και επικ. τ. ὑποτρείω ΜΑ οπισθοχωρώ από φόβο (α. «οὔ πως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι οὐδ ἀναδῡναι», Ομ. Ιλ. β. «οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρέω / τρείω «φοβάμαι, δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”